- ζῳδιογλύφος
- ζῳδιο-γλύφος [ῠ], ον, (glu/fw) = zw|oglu/fos, Plu.2.712e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωδιογλύφος — ζῳδιογλύφος, ον (Α) ζωογλύφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
ζῳδιογλύφων — ζῳδιογλύφος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)